τρίημι

τρίημι
Α
ενάμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + θ. ἡμι- τού ἥμισυς «μισός» (βλ. και ημι-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριημίγυον — τὸ, Α ένας γύης* και μισός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + γύης «μέτρο γης» (πρβλ. τετρά γυος)] …   Dictionary of Greek

  • τριημίεκτον — τὸ, Α ένας και μισός εκτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + εκτον (< ἑκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. ἀμφί εκτον] …   Dictionary of Greek

  • τριημίπηχυς — υ, Α αυτός που έχει μήκος ενός και μισού πήχεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + πῆχυς] …   Dictionary of Greek

  • τριημίτονον — τὸ, Α το τριημιτόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + τονον (< τόνος)] …   Dictionary of Greek

  • τριημιαρτάβιον — τὸ, Α το ένα και μισό τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + ἀρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] …   Dictionary of Greek

  • τριημικότυλος — ον, Α αυτός που περιέχει τρεις ημικοτύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»)] …   Dictionary of Greek

  • τριημιπλίνθιον — τὸ, Α μία και μισή πλίνθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + πλίνθος] …   Dictionary of Greek

  • τριημιπόδιον — τὸ, Α βλ. τριημιπόδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + πόδιον (< πούς, ποδός)] …   Dictionary of Greek

  • τριημιχοίνιξ — οίνικος, ὁ, ἡ, Α ένας και μισός χοῖνιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας στερεών»] …   Dictionary of Greek

  • τριημιωβόλιον — τὸ, Α ένας και μισός οβολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + ὀβολός. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”